- εὐχάρακτος
- εὐχᾰρακτ-ος, ον,A clearly stamped,
νομισμάτια PLips.13.10
(iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νομισμάτια PLips.13.10
(iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευχάρακτος — εὐχάρακτος, ον (Α) (για νομίσματα) αυτός που έχει καθαρή, σαφή χάραξη, καλή εκτύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαρακτος (< χαράσσω), πρβλ. απαρα χάρακτος, δι χάρακτος] … Dictionary of Greek
εὐχάρακτα — εὐχάρακτος clearly stamped neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάρακτ' — εὐχάρακτα , εὐχάρακτος clearly stamped neut nom/voc/acc pl εὐχάρακτε , εὐχάρακτος clearly stamped masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)